- ἀποτρέπω
- (с вин. и род. п.) отвращаю кого от чего, удерживаю
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀποτρέπω — turn away from pres subj act 1st sg ἀποτρέπω turn away from pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτρέπω — αποτρέπω, απέτρεψα (σπάν. απότρεψα) βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποτρέπω — (AM ἀποτρέπω) 1. εμποδίζω κάποιον από το να κάνει κάτι, μεταπείθω 2. εμποδίζω νά γίνει κάτι, αποσοβώ αρχ. Ι. 1. γυρίζω, στρέφω κάποιον προς τα πίσω, απομακρύνω 2. αποκρούω, απωθώ 3. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή εναντίον κάποιου II. ( ομαι) 1 … Dictionary of Greek
αποτρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος, προλαβαίνω κάποιο κακό, απομακρύνω, εμποδίζω: Οι γονείς δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον αταίριαστο αυτό γάμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτρέπεσθε — ἀποτρέπω turn away from pres imperat mp 2nd pl ἀποτρέπω turn away from pres ind mp 2nd pl ἀποτρέπω turn away from imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρέπετε — ἀποτρέπω turn away from pres imperat act 2nd pl ἀποτρέπω turn away from pres ind act 2nd pl ἀποτρέπω turn away from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρέπῃ — ἀποτρέπω turn away from pres subj mp 2nd sg ἀποτρέπω turn away from pres ind mp 2nd sg ἀποτρέπω turn away from pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρέψουσι — ἀποτρέπω turn away from aor subj act 3rd pl (epic) ἀποτρέπω turn away from fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποτρέπω turn away from fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρέψω — ἀποτρέπω turn away from aor subj act 1st sg ἀποτρέπω turn away from fut ind act 1st sg ἀποτρέπω turn away from aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετράπην — ἀποτρέπω turn away from aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποτρέπω turn away from aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτετραμμέναι — ἀποτρέπω turn away from perf part mp fem nom/voc pl ἀποτετραμμένᾱͅ , ἀποτρέπω turn away from perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)